ἄθλιον

ἄθλιον
ἄθλιος
winning the prize
masc acc sg
ἄθλιος
winning the prize
neut nom/voc/acc sg
ἄθλιος
winning the prize
masc/fem acc sg
ἄθλιος
winning the prize
neut nom/voc/acc sg
ἄ̱θλιον , ἀθλέω
having contended with
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἄ̱θλιον , ἀθλέω
having contended with
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἄ̱θλιον , ἀθλέω
having contended with
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἄ̱θλιον , ἀθλέω
having contended with
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αέθλιος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία ή του Αίολου και της Πρωτογένειας, κόρης του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Πατέρας του βασιλιά της Ήλιδας Ενδυμίωνα. Προστάτης των αγώνων. 2. Εγγονός του προηγούμενου, γιος του Ενδυμίωνα από την Υπερίππη …   Dictionary of Greek

  • λισσός — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Πόλη και λιμάνι της Κρήτης, επίνειο της Υρτακίνης ή της Ελύρας. Βρισκόταν στον μυχό του κόλπου του Αγίου Κυριακού, όπου σώζονται και ερείπια θεάτρου. 2. Παραλιακή πόλη της Ιλλυρίας, η ακρόπολη της οποίας ονομαζόταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”